Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΤΙ



-Ποιος δίπλα μου θα σταθεί
Όταν θα βρεθώ στο τέλμα
Σαν με κόψει σαν το σπαθί
Και βαδίσω προς το τέρμα...

Ποιος θα χαρίσει το φως
Να ζήσω πριν αποθάνω
Να έχει νόημα ο σκοπός
Και η ορμή που φτάνω...

Ποιος σε μένα θα τρέξει
Να δώσει την ευκαιρία
Κάνεις τους δεν θ' αντέξει
Τη δύσκολη αυτή πορεία....

Τι είναι αυτό που προστάζεις
Κι εσύ μ' έχεις εγκαταλείψει
Ξέρω πως πάλι θα γιορτάζεις
Γύρω απ' τη δική μου θλίψη...

Τι λόγια φύλαξες για το τέλος
Ποια συμπόνοια με κερνάς
Τα δικά μου θα γίνουν βέλος
Να με θυμάσαι, σαν πονάς

Τι είναι σωστό και τι πρέπει
Περηφάνια άλλη πια δεν έχω
Η ψυχή μου καθαρά το βλέπει
Πως έχω βαρεθεί ν' αντέχω-




Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΕΝΑ


Θέλω να μείνω μόνος...
Ίσως γιατί έχω ανάγκη να κρυφτώ μες το εγώ μου.
Μη με ρωτάς γιατί, ούτε αν είναι για καλό μου.
Δεν έχει λογική ο πόνος...

Το παράθυρο κλείνω ερμητικά...
Ξαπλώνω στο άδειο μου ντιβάνι.
Τα όνειρα μου πια δεν έχουνε ταβάνι.
Μα ακόμη τα αγνοώ επιδεικτικά...

Δώδεκα και ένα σημαδεύουν οι δείκτες...
Σαν ψίθυρος ακούγεται η σιωπή μου.
Όλα όσα έζησαν και πέθαναν μαζί μου.
Πληγές γίνανε -Νύχτα πάνω μου ρίχτες...

Ότι -μέσα μου- έθαψα, δειλά θα ξεπροβάλλει...
Να μου θυμίσει πως κουβαλάω το παρελθόν.
Να του θυμίσω πως υπάρχει και παρόν.
Και στη “φωλιά” του θα τρυπώσει πάλι...

Μοιάζει απόψε με εξιλέωση και δράμα...
Σαν από καιρό, απέναντι στη Μοίρα.
Δεν ξέρω αν άξιζε η απόφαση που πήρα.
Μα ακόμη καρτερώ, της Ψυχής το νάμα...




Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΤΟ ΡΟΔΟ


-Πολύ πριν την εποχή των ανθρώπων-

“Όταν το βλέμμα του Ουρανού αντάμωσε εκείνο της Θάλασσας, γεννήθηκε ο Έρωτας...
Με τον πιο ζεστό του ήλιο την έντυνε εκείνος, για να τη ζεστάνει.
Το πιο βαθύ της μπλε εκείνη, γαλήνη γεμάτη.
Τ’αστέρια του τις νύχτες, διαμάντια στο κορμί της.
Μια μελωδία ερωτική-των κυμάτων της- του σιγοτραγουδούσε.
Καθρεφτίζονται μέρα-νύχτα, ο ένας πάνω στον άλλον.
Αιώνια απέναντι αποφάσισε, του Δημιουργού τους το χέρι.
Κι αν κάποιο σύννεφο έμπαινε ανάμεσα τους, πείσμωνε εκείνος και ξεφυσούσε με ορμή.Αντάριαζε και εκείνη.
Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο μεγάλωνε και η λαχτάρα τους.
Να βρεθούν μαζί...
Μα ήταν πέρα από τις δυνάμεις τους και τότε ξέσπασαν.
Η οργή έγινε άνεμος...
Τα δάκρυα όξινη βροχή...
Η θλίψη της, μαύρος ωκεανός...
Μια άγρια επίδειξη της φύσης...
Ώσπου η Ανώτερη Δύναμη τους κάλεσε κοντά και ήταν τα λόγια τους ευχή..
Να γίνει έστω για μια φορά, το ακατόρθωτο.
Και τελικά πείστηκε....
Πάνω στην πλάτη του ουρανού έχτισε Φεγγάρι.
Ολόγιομο στολίδι, πρώτο και παντοτινό να θυμίζει το θαύμα.
Πήρε ο Ουρανός μορφή αρσενική, σαν ξωτικό.
Η Θάλασσα, νεράιδα να τον καρτερεί πλάι στον βράχο.
Με το λαμπρό δίσκο στέμμα στα μαλλιά της, φιλί έδωσαν πρώτο μα και στερνό και έγιναν ένα...
Τα πάθος τους έγινε σπόρος κι εκεί που το γαλάζιο του ενώθηκε με το μπλε της, φύτρωσε το πιο όμορφο λουλούδι.
Το Φεγγάρι μαγεμένο, έριξε το φως του πάνω του και εκείνο άνθισε...
Έτσι σε κάθε πανσέληνο-του Φεγγαριού το Ρόδο-θα θυμίζει σε όλους παντοτινά τον πρώτο μεγάλο Έρωτα.
Ουρανός και Θάλασσα...”




Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΘΥΣΙΑ



        ...Θυμός και οργή,
        ένα μονοπάτι γεμάτο θλίψη.
        Έχω μάθει να μιλάω στη σιωπή.
        Έχω δει το απέραντο, του χάους.
        Οι Άγγελοι, μ’έχουν εγκαταλείψει.
        Μέσα στην οδύνη μου,
        στο βωμό της άρνησης, μιαν ευχή.
        Το θολό μου είδωλο 
        -όσες κι αν λησμονήσω- 
        πάλι εμπρός μου να φανεί.

        Καταλαγιάζουν οι φόβοι.
        Οι στιγμές γίνανε αναμνήσεις.
        Λουλούδι που "μαράθηκε", το μίσος.
        Οι Σειρήνες πάλι θα φανούν,
        μα οι αισθήσεις μου πάγωσαν.
        Μέσα στην αποδοχή μου, 
        μια αφορμή θα γενεί η αιτία
        τις πληγές μου να ξαναχαράξω.
        Και προσωρινά,θυσία στη θυσία μου,
        να "λυτρωθούν" τα πάθη...




Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΗ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ



"Μαζί της ξεχύνονται σαν αγρίμια
 Τα γέλια των ερωτευμένων...

 Φωτιές ανάβουν
 Τα φιλιά που μέθυσαν στο πάθος...

 Γιορτή η κάθε αγκαλιά
 Τα σώματα την αποζητούν...

 Δάκρυα χαράς και πόνου
“Πληγές” ...φυτρώνουν εδώ κι εκεί....

 Στην απουσία που φωνάζει
 Και σπάει τη σιωπή τις νύχτες...

 Στο λυγμό της λησμονιάς
 Όταν ντύθηκαν στα μαύρα τα όνειρα σου...

 Στην απώλεια...
 Στο θάνατο που ήρθε αναπάντεχα...

 Σ’ένα τρελό απόγευμα
 Που απαρνήθηκες την ευτυχία...

 Στις στιγμές που κάνεις μιαν ευχή
 Και η καρδιά σου... ψιθυρίζει...

 Σε ότι πόθησες και αναζήτησες
 Σε όλα όσα ξέχασες...

 Κάθε που φανερώνεται η ψυχή 
 Ένα αστέρι γεννιέται στον ουρανό
 Άπιαστο...όπως εκείνη
 Μα ζει αιώνια...
 Όπως αιώνιες και οι φορές
 Που “αντίκρυσες” την ψυχή σου..."


   

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ



   Ο Νίκος είναι ένας συνταξιούχος πια συγγραφέας και όταν οι φίλοι του συχνά τον πικάρουν με φράσεις όπως "Μόνο οι πεθαμένοι δε γράφουν καημένε... εσύ γιατί τα παράτησες;" πάντα απαντούσε σαρκαστικά, όπως συνήθιζε... "Το μήλο αν σαπίσει δεν τρώγεται, είναι για πέταμα" υπονοώντας ότι είχε γεράσει. Κόντευε εβδομήντα και ας μη του φαινόταν... Έλα όμως που λογάριαζε χωρίς τη μεγάλη του αδυναμία. Έχοντας στο κόσμο μόνο τη μοναχοκόρη του και την οικογένεια της, όλη του η προσοχή είχε πέσει στον εγγονό του. Το μικρό Νικόλα. Αυτός ο μικρός διαβολάκος, όπως τον αποκαλούσε, θα του άλλαζε έστω και προσωρινά τη ζωή...
  Ήταν Κυριακή απόγευμα.Όπως και στα περισσότερα σπίτια είναι η ιδανική μέρα για συναντήσεις και οικογενειακές μαζώξεις. Ο Νίκος είχε τρομερή αδυναμία στην Ελένη, την κόρη του αλλά ο λόγος που περίμενε με λαχτάρα τις Κυριακές ήταν ο μικρός. "Παππού, παππού!" φώναζε και στην καρδιά του Νίκου φύτρωναν τριαντάφυλλα... Δεν είχαν περάσει άλλωστε παραπάνω από τέσσερα χρόνια από τότε που έχασε τη γυναίκα του και αυτές οι στιγμές ήταν η θεραπεία του...
  Μόλις είχε τελειώσει το καθιερωμένο γεύμα... Ο Νίκος με το γαμπρό του, τον Ανδρέα, όταν είχε καλό καιρό, κάθονταν συχνά παρέα στο μικρό κήπο στην αυλή του σπιτιού. Ήταν απαίτηση της γυναίκας του αυτό το μικρό κιόσκι. Είχε μεγαλώσει σ' ένα τέτοιο σπίτι η Ειρήνη και ο Νίκος δεν της είχε χαλάσει ποτέ του χατίρι. Η κόρη του στην κουζίνα συγύριζε και ετοίμαζε τον απογευματινό καφέ. Τέτοιες στιγμές πάντα, εκείνος την πείραζε:
-Σαν τη μάνα σου κι εσύ ρε παιδάκι μου. Μη δεις ακαταστασία στην κουζίνα κάτι σε πιάνει!!
-Σε καλομάθαμε και σε προσέχουμε! απαντούσε η Ελένη με νάζι. Είχε να το λέει ο Νίκος. Καμάρωνε σε όλους, πως οι γυναίκες της ζωής του ήταν νοικοκυρές. Ο ίδιος δε, χωμένος στα βιβλία του, καμία επαφή με νοικοκυριό... Γι’ αυτό συχνά πυκνά, στις αναφορές του στη γυναίκα του, την αποκαλούσε ήρωα...
  Ο παππούς Νίκος στην καρέκλα του ξεφύλλιζε την κυριακάτικη εφημερίδα του, ο μπαμπάς Ανδρέας έπαιζε με το γιο του και τότε έγινε αυτό που θα άλλαζε το μέλλον όλων...
  Ο μικρός γυρόφερνε τον παππού του, ώσπου μια στιγμή στάθηκε μπροστά του και κοίταξε σ' ένα σημείο της εφημερίδας... Είχε κολλήσει σε μια λέξη...
-Τι είναι Νικολάκη; Τι κοιτάζεις εκεί στην εφημερίδα του παππού; φώναξε η μαμά του σχεδόν ανήσυχη, μη χαλάσει την ηρεμία του πατέρα της ο μπόμπιρας.
Τότε ο μικρός δίχως να χάσει στιγμή, με την παιδική αθωότητα ενός δεκάχρονου, ρώτησε:
-Παππού... τι είναι ο... παράδεισος;
-Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; σάστισε εκείνος...
-Να, το βλέπω εδώ που το γράφει! είπε ο μικρός και έδειξε με το δάχτυλό του... Παππού υπάρχει ο παράδεισος;
-Γιατί δε ρωτάς τη δασκάλα σου αύριο; είπε βιαστικά εκείνος, δείχνοντας μια μικρή δυσφορία...
-Ναι, να ρωτήσεις τη δασκάλα σου! είπε η Ελένη και έκανε να τον τραβήξει παραπέρα...
-Όχι... εγώ θέλω ο παππούς να μου πει φώναξε δυνατά ο Νικολάκης. Η δασκάλα μας είπε ότι οι μεγαλύτεροι είναι πιο σοφοί από εμάς και έχουν απαντήσεις σχεδόν για όλα! είπε ο μικρός και αποστόμωσε και τους τρεις που ήταν γύρω του...
-Εντάξει λοιπόν, κάθισε εδώ δίπλα μου να σου πω τι είναι ο παράδεισος ή όπως τον φαντάζομαι τουλάχιστον... απάντησε ο παππούς, παραδεχόμενος στη χροιά της φωνής του, την ήττα του από τον πεισματάρη εγγονό...
O μικρός πλησίασε και κάθισε δίπλα του, με βλέμμα καρτερικό.
-Η γιαγιά σου έχει τέσσερα χρόνια που μας άφησε. Ο κήπος που έχουμε απέναντι μας, ήταν δικό της δημιούργημα...
-Ναι παππού, αλλά τι σχέση έχει αυτό με τον παράδεισο;  είπε νευρικά ο μικρός.
-Έχει γλυκέ μου... Ο παράδεισος είναι σαν αυτόν εδώ τον κήπο που βλέπεις. Απλά είναι λίγο πιο μεγάλος... Ένα περιβόλι...
-H γιαγιά δηλαδή πήγε σ' έναν τέτοιο κήπο; είπε ο Νικολάκης και στο πρόσωπο του παππού του, φάνηκε η θλίψη...
-Μη διακόπτεις τον παππού... είπε η Ελένη, νιώθοντας ότι ο πατέρας της ταξίδευε στο παρελθόν εκείνη τη στιγμή... Ήδη από την παρομοίωση που έκανε για τον παράδεισο, ένιωσε πόσο πολύ του είχε λείψει η μητέρα της...
Πέρασαν κάμποσα λεπτά μέχρι να σηκώσει το βλέμμα του ο Νίκος. Ήταν ακόμη μία, από εκείνες της στιγμές που τον λύγισαν οι αναμνήσεις. Μετά βίας κράτησε τα δάκρυά του και όταν βρήκε τη δύναμη, συνέχισε τα λόγια του:
-Ο κήπος που έχουμε εμείς, έχει δέντρα γύρω-γύρω και πολλά όμορφα λουλούδια στη μέση που φύτεψε η μαμά σου. Στον παράδεισο τα πράγματα τα φαντάζομαι λίγο διαφορετικά. Είναι καταπράσινος, έχει πάντα καλό καιρό εκεί άλλα είναι χωρισμένος στη μέση. Τον διαπερνά ένα μεγάλο ποτάμι που ποτίζει ότι φυτρώνει μόνο από τη μια πλευρά...
-Γιατί παππού μόνο από τη μία μεριά; Τα υπόλοιπα δέντρα δε θα διψάσουν; Θα ξεραθούν έτσι!! πετάχτηκε ο μικρός, σχεδόν με θυμό...
Ο παππούς και οι γονείς του χαμογέλασαν με τα νάζια του μικρού και την επιμονή του...
-Θα σου πω γιατί αγάπη μου... συνέχισε εκείνος. Τον παράδεισο, όπως θα σας είπε και η δασκάλα σας, τον έφτιαξε ο Θεός μας. Έβαλε τα καλά δέντρα από τη μια μεριά και τα λιγότερο καλά από την άλλη... Στη μέση ένα ποτάμι να ποτίζει μόνο τα καλά δέντρα. Τα υπόλοιπα είναι απέναντι από το ποτάμι μα δεν ποτίζονται... Αλλά είναι και αυτά εκεί στο παράδεισο...
-Ουφ!!.. παππού με μπέρδεψες!! Δεν κατάλαβα τίποτα! είπε με παράπονο ο μικρός.
-Μια χαρά στα λέει ο παππούς... Για φτιάξε μια εικόνα στο μυαλό σου μ' ένα μεγάλο περιβόλι... είπε ο Ανδρέας.
-Έφτιαξα αλλά γιατί καλά και λιγότερο καλά δέντρα; είπε με απορία ο μικρός...
-Έχεις δίκιο που παραπονιέσαι, είπε ο Νίκος. Θα σου πω γιατί στον παράδεισο, έτσι όπως τον φαντάζομαι εγώ τουλάχιστον, υπάρχουν καλά και κακά δέντρα... Στη ζωή μας ανάλογα με αυτά που κάνουμε, αν είμαστε καλοί άνθρωποι και κάνουμε καλές πράξεις δηλαδή, η ψυχή μας ανταμείβεται από το Θεό. Έτσι στη μια μεριά που υπάρχουν τα καλά δέντρα κατοικούν οι ψυχές που ήταν καλές. Και ο Θεός έφτιαξε ένα ποτάμι εκεί να τα δροσίζει και να τα κρατά γεμάτα καρπούς αιώνια!
-Και τα άλλα παππού είναι οι κακές ψυχές; ρώτησε ο Νικολάκης...
-Ναι καλέ μου... Είναι οι λιγότερο καλές ψυχές... Είναι τα δέντρα που δεν έχουν φύλλα και καρπούς... Ούτε ποτάμι να τα ποτίζει...
-Παππού η δασκάλα μας είπε πως υπάρχει παράδεισος και κόλαση! Στην κόλαση δεν πηγαίνουν οι κακές ψυχές;  ρώτησε ο μικρός.
-Όχι Νικολάκη. Δε συμφωνώ εγώ με τη δασκάλα σου... Σου λέω πως φαντάζομαι  εγώ τον παράδεισο... Για μένα δεν υπάρχει κόλαση. Όλες οι ψυχές πηγαίνουν σε αυτό το μεγάλο περιβόλι, άσχετα αν λέγεται παράδεισος ή όχι...
-Ανάλογα με το αν ήταν καλή ή όχι, η ψυχή, θα κάνει μια φωλιά σε δέντρο με φύλλα ή σε ένα ξεραμένο συμπλήρωσε η Ελένη... προσπαθώντας να δώσει στο γιο της να καταλάβει τι του έλεγε ο παππούς...
-Αυτό ακριβώς! Και επειδή είπες για κόλαση μικρέ μου, θα σου πω ότι στο δικό μου μυαλό δεν υπάρχει. Ο Θεός τους συγχωρεί όλους και αυτό είναι το μεγαλείο Του… Γι’ αυτό επέλεξε να έχει όλα τα δέντρα, όλες τις ψυχές κοντά του. Και τις καλές και τις κακές, στο περιβόλι Του...
-Παππού, πιστεύεις ότι η γιαγιά είναι σ' ένα καλό δέντρο; ρώτησε ο μικρός στεναχωρημένος... Ο Νίκος τότε λύγισε...
-Ναι καρδιά μου, εκεί είναι τώρα και μας χαμογελά... απάντησε σκουπίζοντας τα δάκρυά του...
-Κι εσύ και εμείς μικρέ μου, αν είμαστε καλοί άνθρωποι, θα πάμε κάποια στιγμή να τη βρούμε. Θα μας περιμένει εκεί... είπε ο πατέρας του μικρού.
-Παππού σε λίγο καιρό έχω τα γενέθλιά μου!! φώναξε ο Νικολάκης...
-Το ξέρω βρε διαβολάκο, λες να το ξέχασα; απάντησε ο παππούς...
-Όχι, αλλά κάθε χρόνο με ρωτάς τι δώρο θέλω!! είπε ο μικρός χαμογελώντας με νόημα...
-Ναι... αποφάσισες κιόλας τόσο νωρίς; Έχουμε τρεις μήνες μέχρι τα γενέθλιά σου... είπε ο Νίκος γελώντας...
-Έλα, αρκετά Νικολάκη. Ν’ αφήσουμε τον παππού να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί, είπε η Ελένη. Ξέρει ότι το παιδί της, άμα βάλει κάτι στο μυαλό του δε βγαίνει εύκολα και δεν ήθελε να βλέπει άλλο τον πατέρα της στεναχωρημένο...
-Όχι καλά είμαι… είπε ο Νίκος... Άφησέ τον να μου πει. Μπορεί να μου ζητήσει κάτι δύσκολο και να θέλω όντως τρεις μήνες να το βρω! είπε χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του μικρού τρυφερά...
-Παππού, μου έχει δείξει η μαμά όλα σου τα βιβλία...
-Τι σχέση έχουν τα βιβλία με το δώρο σου; είπε νευριασμένα η μητέρα του...
-Άφησέ τον να μου πει... αποκρίθηκε ο Νίκος.
-Έχουν σχέση.... Παππού έχεις γράψει ποτέ για τον παράδεισο; ρώτησε ο Νικολάκης και τα πρόσωπα των γύρων του ξαφνικά σοβάρεψαν...
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και μετά ήρθε το τελειωτικό χτύπημα...
-Παππού αυτό θέλω για δώρο... να γράψεις κάτι για τον παράδεισο!! Μία ιστορία για το περιβόλι που μου είπες... Θα το κάνεις αυτό για μένα;... είπε με νάζι ο μικρός...
-Μα τι λες; O παππούς δε γράφει πια... είναι μεγάλος άνθρωπος. Βρες κάτι άλλο για δώρο... είπε η Ελένη με ύφος αυστηρό... Για λίγα λεπτά δε ξαναμίλησε κανείς.
 Μέσα στο μυαλό του Νίκου τα "όχι" έπεφταν βροχή, αλλά η καρδιά του άλλα έλεγε. Ο μικρός τον βοήθησε να καταλάβει κάτι που αγνοούσε. Η Ειρήνη ήταν όλη του η ζωή. Όλοι όσοι τον έζησαν από κοντά, το έβλεπαν. 'Ήταν όλη η δύναμή του. Κι όμως ποτέ του δεν είχε γράψει κάτι για εκείνη... Ότι τον πόνεσε αυτή η διαπίστωση, φανερώθηκε τη στιγμή που σηκώθηκε και περπάτησε προς τον κήπο μόνος του...
-Μα είναι δυνατόν; μονολογούσε ψιθυριστά...
Πως δε σκέφτηκε ποτέ του να γράψει κάτι για εκείνη; Είχε πληγωθεί και ήταν φανερό. Μέσα του ένιωθε τύψεις γι' αυτό που μόλις ανακάλυψε... Η γυναίκα που είχε δίπλα του τριανταπέντε χρόνια και ήταν τα πάντα για εκείνον, όσα κείμενα κι αν διάβαζε από τα χέρια του ήταν όλα ‘’δικά’’ του και κανένα ‘’δικό’’ της...
-Πατέρα είσαι καλά; Η φωνή της κόρης του διακόπτει το διάλογο με τον εαυτό του...
-Καλά είμαι... απάντησε εκείνος με σκυφτό κεφάλι...
-Πες μου τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε η Ελένη καθώς τον πλησίαζε.
-Έχει δίκιο ο μικρός... αποκρίθηκε ο Νίκος.
Στον κήπο είχαν απομείνει οι δυο τους. Ο Ανδρέας είχε πάει με το παιδί μέσα στο σαλόνι γιατί κατάλαβε την κατάσταση του πεθερού του.
-Τι δίκιο έχει; είπε ξαφνιασμένη η Ελένη. Ένα μικρό παιδί είναι… Μη δίνεις σημασία στα λόγια του. Αύριο μεθαύριο θα δει κάποιο παιχνίδι σε καμία βιτρίνα και θα ξεχάσει αυτά που είπε. Ο Νίκος παρέμεινε σιωπηλός... Τότε εκείνη συνέχισε:
-Ξέρεις πως είναι τα παιδιά... Είδα πόσο στεναχωρήθηκες πριν που αναφέρθηκες στη μαμά... Ξέρω ότι πονάς ακόμα και δεν το έχεις ξεπεράσει... είπε η κόρη του.
-Έχει δίκιο το παιδί Ελένη... Ο μικρός είναι στα δέκα, εγώ κοντεύω τα εβδομήντα και μου έβαλε τα γυαλιά σήμερα...
-Μα τι είναι αυτά που λες; απόρησε εκείνη...
-Δεν έχω γράψει ποτέ για τον παράδεισο. Δεν έχω γράψει ποτέ για εκείνη... Για εμένα η μητέρα σου ήταν ο παράδεισος...
Η Ελένη κατάλαβε από τα λόγια του, ότι είχε αρχίσει να τον τρώει κάτι μέσα του:
-Και νιώθεις άσχημα επειδή δεν έγραψες κάτι για εκείνη; Πάντα δίπλα σου ήταν όταν έγραφες, πάντα πρώτη τα διάβαζε... Μη νιώθεις έτσι, αδικείς τον εαυτό σου...
-Σταμάτα! Φώναξε δυνατά ο Νίκος. Ο μικρός μ' έβγαλε από το σκοτάδι και τη μιζέρια μου σήμερα... Η απώλειά της με λύγισε και το ξέρεις... Όπως ξέρεις, ότι μόνο εσάς έχω... Τώρα καταλαβαίνω γιατί έχω τόση αδυναμία στον εγγονό μου... Ναι, σήμερα μου  έδωσε λόγο να ανακουφιστεί η ψυχή μου, να απαλύνω τον πόνο μου...
-Τι είναι αυτά που λες πατέρα; Νιώθεις τύψεις για το θάνατό της; Δεν μπορώ να το καταλάβω... Έφυγε ξαφνικά... Ήταν θέλημα Θεού... Δε φταις εσύ σε κάτι για να νιώθεις τέτοιο βάρος... είπε η Ελένη.
-Δε με καταλαβαίνεις... Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου σε κάτι... Απλά αυτό που πρόκειται να κάνω για εκείνη, έπρεπε να το είχα κάνει όταν το χαμόγελό της φώτιζε τη ζωή μου και όχι τώρα που ζυγώνει η ώρα να τη συναντήσω...
Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του... και συνέχισε να μιλά:
-Ο μικρός μου έδωσε λόγο να ξαναζήσω και να δημιουργήσω κάτι για εκείνη... Πάμε μέσα στο σαλόνι να τους το ανακοινώσω... είπε ο Νίκος και στο βλέμμα του φάνηκε πως το εννοούσε...
Η κόρη του τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Είχε να γράψει από το θάνατό της. Είχε παρατήσει κάθε προσπάθεια και κανείς, πέρα από τα πειράγματα των φίλων του, δεν τον πίεσε ποτέ για κάτι τέτοιο. Και τώρα, ένας διάλογος μισής μόλις ώρας μ' ένα δεκάχρονο παιδί, έφερε τα πάνω κάτω...
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν έμπαινε στο σαλόνι με την κόρη του. Σούρουπο ήταν, τέτοια ώρα περίπου, όταν είχε ανακοινώσει στους γονείς του, την απόφαση να παντρευτεί την Ειρήνη. Άλλο ένα παιχνίδι της μοίρας, σαν εκείνα που συνήθιζε να γράφει στα βιβλία του...
-Νικολάκη έλα κοντά μου... είπε ο παππούς, κάνοντάς του νεύμα να τον πλησιάσει. Έχω να σου ανακοινώσω κάτι... συμπλήρωσε...
-Κι εμείς έχουμε, είπε τότε ο Ανδρέας. Όση ώρα εσείς μιλούσατε έξω στον κήπο, υποσχέθηκα στο Νικολάκη να πάμε αύριο να διαλέξει από τώρα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά του... Έτσι δεν είναι αγάπη μου; είπε ο πατέρας του...
-Ανδρέα αυτά είναι αστειότητες... Άλλωστε, αυτό είναι ένα δώρο που εσύ του έταξες και όχι εγώ. Μην προσπαθείς μάταια, έχω πάρει ήδη την απόφασή μου. Έλα εδώ εγγονέ μου...
Ο μικρός πήρε θέση δίπλα στον παππού του και όταν εκείνος άρχισε να μιλάει του έπιασε το χέρι...
-Μικρέ μου, σήμερα κατάλαβα γιατί σου έχω τόση αδυναμία. Μου ζήτησες κάτι που έπρεπε να έχω σκεφτεί εγώ καιρό πριν. Τελικά, ίσως να μην είχε δίκιο η δασκάλα σου που είπε ότι οι μεγαλύτεροι είναι και οι πιο σοφοί... είπε ο Νίκος γελώντας.
-Δηλαδή παππού; ρώτησε ο Νικολάκης.
-Δηλαδή, δέχομαι να γράψω για τον παράδεισο! Γιατί όντως δεν έγραψα ποτέ για εκείνον... Θα είναι το δώρο μου για σένα αλλά και για τη γιαγιά σου...
-Αλήθεια παππού; φώναξε όλο χαρά ο μικρούλης και τον αγκάλιασε σφιχτά...
-Είσαι σίγουρος; ρώτησε απορημένος ο Ανδρέας....
Δεν ήταν ο τύπος που διάβαζε βιβλία αλλά ήξερε ότι ο πεθερός του τα είχε παρατήσει μετά το θάνατο της γυναίκας του.
-Είμαι απόλυτα σίγουρος! είπε ο Νίκος...
-Τέλεια! φώναξε όλο χαρά η Ελένη... Αυτό και αν είναι δώρο, ε Νικολάκη; Ένα βιβλίο από τον παππού μόνο για σένα!
-Όχι κόρη μου... την έκοψε ορθά κοφτά ο πατέρας της... Κάνεις λάθος... Αυτό το βιβλίο θα τυπωθεί και θα εκδοθεί και θα είναι το τελευταίο μου... Αύριο κιόλας θα ξεκινήσω...
Η Ελένη και ο Ανδρέας δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους... Έμειναν αρκετή ώρα να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Τόσο καιρό έβλεπαν άλλον άνθρωπο και εξαιτίας του γιου τους, κάτι άλλαξε εκείνη τη μέρα. Παππούς και εγγονός ήταν αγκαλιά, για πολύ ώρα ακόμη, με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη τους...
-Θέλω όμως μία χάρη... είπε ο Νίκος, καθώς τους ξεπροβόδιζε γιατί η ώρα είχε περάσει... Δε θέλω να πείτε σε κανέναν τίποτα... Θα είναι το μικρό μας μυστικό μέχρι να ολοκληρωθεί... Σύμφωνοι Νικολάκη; είπε κοιτώντας χαμογελαστός τον εγγονό του...
-Σύμφωνοι!! φώναξε ο μικρός.
Λίγο μετά η πόρτα έκλεισε πίσω του αλλά μία άλλη, "αόρατη" μα γνώριμη για εκείνον, άνοιγε εμπρός του... Ήταν η έξαψη της γραφής. Αυτό το συναίσθημα που είχε ξεχάσει και νόμιζε πως είχε πεθάνει, τη μέρα που έφυγε η "μούσα" του, ήταν ακόμη μέσα του... Και ήρθε ένα σκούντημα της μοίρας, μια παιδική αφέλεια, να του ξυπνήσει το δεύτερο μεγάλο πάθος του ξανά... Δεν έχασε στιγμή... Αν και η ώρα ήταν περασμένη, κάθισε στο γραφείο του... Αλλά αυτή τη φορά όχι για να ξεφυλλίσει κάποια εφημερίδα... Έβαλε ένα λευκό χαρτί στη γραφομηχανή του και τέσσερα χρόνια μετά άρχισε συγκινημένος, να γράφει ξανά ένα τίτλο...

"ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ"



**ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ Δ' ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ "ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ".




Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ΠΙΣΩ ΑΠ'ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ



- Γράφω και πίσω απ’ τις γραμμές θα μου “φανερωθείς”
 Κάτι από εσένα θα απλωθεί μέσα στις αράδες μου
 Όσα σου μοιάζουν, όσα αμφισβητείς κι όσα “κρύβεις”
 Θα “ακούσω” τα βήματα σου, ίσως και τη φωνή σου
 Θα σε “πλησιάσω” μα δε θα δω ποτέ τη μορφή σου

 Διαβάζεις και πίσω απ’ τις γραμμές θα με “πλάσεις” ξανά
 Σαν ξωτικό ξεπηδώ μπροστά σου, τον “δημιουργό” μου
 Άλλοτε χαμογελαστό, άλλοτε θλιμμένο- όπως με “ορίσεις”
 Θα μου γελάσεις, θα μου μιλήσεις και θα σκεφτείς
 Ίσως με νιώσεις κοντά σου, μα τη μορφή μου δε θα δεις

 Ένα “παιχνίδι” αμφίδρομο, εσύ κι εγώ
 Μια σκέψη, μια τιμωρία, μια λύτρωση
 Δυο λέξεις, δυο όνειρα, δυο “άγνωστοι”
 Πίσω απ’ τις γραμμές, θα ανταμώσουμε ξανά-





                       

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

ΕΤΣΙ ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΟΥΝ



 -Έτσι όλα ξεκινούν
  Ένα άγγιγμα των ματιών
  Και το νέκταρ των χειλιών
  Έρωτα γεννούν-

  Έμαθαν οι ανάσες να πονούν
  Στου πόθου τα λευκά σεντόνια
  Χορός ερωτικός- σέρνει αιώνια
  Γλυκό κρασί πίνουν και μεθούν

  Σώματα έρμαια της ηδονής
  Καμιά υποταγή στη λογική
  Και με μορφή “αγγελική”
  Θα περιμένω να φανείς

  Φωτιά προσμένω και μιαν ευχή
  Στης Μοίρας μου το τεφτέρι
  Όσα, εμπρός μου, τώρα θα φέρει
  Κάποτε είχα κάνει προσευχή

  Και πάνω στον κύκλο της ζωής
  Είναι στιγμές που ακροβατώ
  Κι αν πάλι στο μηδέν περπατώ
  Δυο λέξεις δώσμου της σιωπής

 -Έτσι όλα ξεκινούν
  Μέσα σε τρελές βραδιές...
  Ματώνουν οι καρδιές...
  Και Έρωτα γεννούν-


Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ



 Κυριακή μεσημέρι, αρχές Σεπτέμβρη. Καλοκαίρι είναι ακόμη... Ο Άγγελος, μόλις έχει βγει από το σπίτι του και αρχίζει να κατηφορίζει προς το αγαπημένο του στέκι. Ένα μικρό παραδοσιακό καφενεδάκι στο παλιό λιμάνι της Κέρκυρας, τον "Αντήρα". Εκεί, παρέα με τον καλό του φίλο και ιδιοκτήτη, τον κυρ Σταμάτη θα πιουν το καφεδάκι τους και θα αναλωθούν σε πάσης φύσεως κουβέντες, ως συνήθιζαν. Στον ώμο περασμένη η φωτογραφική του μηχανή. "Οι στιγμές είναι σαν μικρές πεταλούδες και η μηχανή μου, η απόχη που θα τις αιχμαλωτίσει" έλεγε με ζέση, δικαιολογώντας τη συνήθεια να την κουβαλά σχεδόν πάντα μαζί του.
-Καλησπέρα, κυρ-Σταμάτη! είπε μόλις είδε τον καλό του φίλο και κάθισε.
-Καλώς τον! Ετοιμάζω τα καφεδάκια μας και σου φέρνω την εφημερίδα. Θα δεις κάτι που σ' ενδιαφέρει! του απαντά εκείνος.
Κάμποσα λεπτά αργότερα επιστρέφει, με το χάλκινο δίσκο του στο ένα χέρι και την φυλλάδα στην άλλη.
-Δες εδώ τι γράφει! είπε χαμογελαστός.
-Για να δω! απάντησε ο Άγγελος και διαβάζει: Μασσαλία πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης! Αθεόφοβε! Με πήγες είκοσι χρόνια πίσω... πρόσθεσε και στο πρόσωπό του φάνηκε μια γλυκιά μελαγχολία.
-Τι νόμιζες, δε θα στο έδειχνα; Θυμάμαι όταν μου περιέγραφες αυτό το μέρος, πόσο το είχες αγαπήσει. Γιατί δεν κανονίζεις ένα ταξίδι κάποια στιγμή;
-Μπα, μεγάλωσα πια καλέ μου φίλε... απάντησε σαρκαστικά ο Άγγελος.
-Αν μεγάλωσες εσύ, τι να πω εγώ γέρος άνθρωπος!! είπε ο κυρ-Σταμάτης γελώντας.
 Δεν ήταν αυτή η πραγματική αιτία. Άλλωστε μόλις είχε κλείσει τα σαραπέντε του. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν αυτό που τον πονούσε και δεν ήθελε να επιστρέψει εκεί. Μια παλιά του πληγή...
-Α, βλέπω έχεις και τη μηχανή σου εδώ! Τράβηξες τίποτα ενδιαφέρον τελευταία; ρώτησε ο κυρ-Σταμάτης και διακόπτει προσωρινά τις σκέψεις του Άγγελου...
-Τα συνηθισμένα φίλε μου... απάντησε στωικά εκείνος. Στο μυαλό του ήρθαν εικόνες, από τη ζωή του στη Μασσαλία. Η μορφή της είχε στοιχειώσει το μυαλό του και δεν έλεγε να βγει... "Σε καλό σου κυρ-Σταμάτη, τι μου θύμισες..." έλεγε από μέσα του... Και προσποιήθηκε πως διαβάζει την εφημερίδα.
 Έλλη, ήταν τ' όνομα της. Γνωρίστηκαν, σ' ένα χορό της Ελληνικής κοινότητας του πανεπιστημίου όπου φοιτούσαν. Ο Άγγελος έκανε το μεταπτυχιακό του στην αρχιτεκτονική, ενώ εκείνη ξεκινούσε τις σπουδές της στη νομική. Από τις πρώτες τους ματιές κατάλαβαν πως θα ζούσαν έναν παράφορο έρωτα. Μικροί και άπειροι και οι δύο, παρασύρθηκαν στο πάθος τους. Κάνανε όνειρα για το μέλλον τους... Είχαν κλείσει ένα χρόνο μαζί. Όμως ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη, καλή ώρα όπως τώρα, η μοίρα τους έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Η Έλλη έλαβε ένα γράμμα από τη μητέρα της, ότι ο πατέρας της αρρώστησε... Οξύ ισχαιμικό επεισόδιο, είπαν οι γιατροί... Η νεαρή κοπέλα δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να γυρίσει πίσω και διέκοψε τις σπουδές της... Μεγάλο πλήγμα και για τους δύο. Στο μυαλό του Άγγελου, ήρθαν πάλι εκείνες οι στιγμές . Ο κυρ-Σταμάτης παρατηρεί τον φίλο του την ώρα που σερβίρει μια παρέα νεαρών και τον πλησιάζει.
-Tι έχεις, ελώου σου; Πού τρέχει ο νους σου και είσαι σκεπτικός; είπε χαμογελώντας.
 Ο Άγγελος δεν μίλησε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί, στο καράβι που έδενε στην προβλήτα. Ετοίμασε τη μηχανή του και αφού περπάτησε το δρόμο μπροστά από το καφενεδάκι, για να αποφύγει τους περαστικούς, βρίσκει ένα σημείο για να τραβήξει μία φωτογραφία. Μα όταν προσπάθησε να εστιάσει, ο φακός του πιάνει ένα νεαρό ζευγάρι... Αγκαλιασμένοι αρχικά κι ύστερα ένα γλυκό φιλί. Ο νεαρός άνδρας της δίνει κάτι, που έμοιαζε με βιβλίο... Η κοπέλα με τη σειρά της, του δίνει ένα μικρό δεματάκι και έπειτα αποχωρίζονται... Εκείνη έφευγε με το καράβι που μόλις είχε δέσει... Αυτό μαρτυρούσε η βαλίτσα που κρατούσε στο δεξί της χέρι...  Ο Άγγελος έμοιαζε σαν να τον είχε παγώσει ο χρόνος. Για περίπου πέντε λεπτά παρατηρούσε τη σκηνή αλλά δεν τράβηξε ποτέ τη φωτογραφία... "Όχι, δεν είναι δυνατόν" ψέλλισε...
-Κυρ-Σταμάτη κράτησε τα ρέστα, κάτι προέκυψε και πρέπει να φύγω... είπε καθώς άφηνε τα χρήματα στο τραπεζάκι όπου καθόταν και έφυγε βιαστικά για το σπίτι του. Ο κυρ-Σταμάτης έμεινε να κοιτά απορημένος αλλά κατάλαβε ότι κάτι τον είχε ταράξει...
Μέχρι να περάσει την πόρτα του σπιτιού, ο Άγγελος, ξανάφερε στο μυαλό του τον ένα χρόνο που έζησε μαζί της... Ένας δρόμος, γεμάτος όνειρα, ελπίδα, αγάπη, έρωτα, πόθο, πάθος, ηδονή, ήταν η πορεία τους... Μα δυστυχώς σύντομος... Μπήκε μέσα αλαφιασμένος. Ανέβηκε γρήγορα στον πάνω όροφο όπου είχε το σχεδιαστήριο του. Πήρε ένα μικρό κλειδί από το συρτάρι του  γραφείου του και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη. Ξεκλείδωσε το κάτω ντουλάπι και έβγαλε ένα ξύλινο κουτί... Για μερικά λεπτά απλά το κοιτούσε... Ώσπου το άνοιξε... Παλιές φωτογραφίες, κάμποσα γράμματα από τους δικούς του. Κάτω κάτω ένα ημερολόγιο και ένα μικρότερο κουτάκι... Η καρδιά του έγινε πέτρα... Οι σελίδες του γεμάτες Έλλη... Το μυαλό του όμως είναι στη τελευταία... Τα χέρια του έτρεμαν όταν άρχισε να τη διαβάζει...

7 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1993
 "Σήμερα είναι η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Η ημέρα του αποχωρισμού μας. Δεν είχα κουράγιο να της πω όσα ένιωθα. Μέσα σε τρεις μέρες άλλαξαν όλα... Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει... Κάτω στο λιμάνι μείναμε περίπου μία ώρα, μέχρι να έρθει το καράβι που θα την έπαιρνε μακρυά μου. Βλέμματα γεμάτα πόνο και αγωνία... Μια ζεστή αγκαλιά κι ένα φιλί... Η Έλλη δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη... Και τι να μου πει... Ακόμα και σ' αυτές τις στιγμές ένιωθα την αγάπη της... Όταν το καράβι άρχισε να μπαίνει στο λιμάνι σπάσαμε και οι δύο... "Φοβάμαι" μου είπε και με φίλησε... "Όλα θα πάνε καλά" της απάντησα με τρεμάμενη φωνή... Κατάφερα και αντέγραψα ετούτο εδώ το ημερολόγιο και της το έδωσα. "Ο δικός μας χρόνος" της είπα σιωπηλά... Μου χαμογέλασε μελαγχολικά και μου έδωσε ένα μικρό σταυρουδάκι από κεχριμπάρι με μεταλλικό περίβλημα. "Να σε προσέχει..." είπε θλιμμένη και με φίλησε τρυφερά... Ύστερα χάθηκε στο πλήθος...".

  Κλείνει το ημερολόγιο και παίρνει στα χέρια του, το σταυρουδάκι... Πηγαίνει στο παράθυρο που ήταν απέναντι από το λιμάνι... Είναι αργά για να κρατήσει τα δάκρυα του... Στο βάθος ένα καράβι που φεύγει... Όπως και τότε, μέσα σε λυγμούς πια, ψελλίζει τις ίδιες λέξεις... " Ότι κι αν γίνει, δε θα σε ξεχάσω ποτέ...".

 


**ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ "ΛΟΓΩ ΤΕΧΝΗΣ" 2013.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

ΑΠΟΨΕ



 ...Στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού
   Αδίστακτοι κατοικούν “δαίμονες”
   Θεριά αναθεματισμένα, δίχως οίκτο
   Η σκέψη μου- με άγνοια φόβου οπλισμένη
   Εισβάλει στη “μαύρη χώρα” τους
   Σύντομα εκείνα την περικυκλώνουν
   Μα δεν μιλούν και απλά σιωπούν

   Σαν αεράκι, ως τις άκρες του γιαλού
   Περιπλανιέμαι σε θάλασσες ατέρμονες
   Τίποτε μη μου τάξεις...έχω μάθει να απορρίπτω
   Η Ψύχη μου- κουράστηκε και ξαποσταίνει
   Κι έφτασε - θαρρώ - η ώρα τους
   Εκείνα που πληγές γίνανε και με “σκοτώνουν”
   Απόψε τα δεσμά τους να κοπούν...


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ANGELS AMONG US


 ...Guardians of the world
   Masters and Servants of fate
   Eternal fight rises up above
   Never stopped...up to date

   They hold a divine shield
   Wings are strong and white
   Around us a magnetic field
   A mighty force made of light

   They march every single day
   Against the powers of evil
   A single price for them to pay
   To live like common people...


Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ

  
  -Ακόμη μια φορά εδώ
    Στο παραπέντε της οργής
    Γνώριμη μου χαρμολύπη

    Μέσα μου κι αν σε δω
    Ξανά θα μου κρυφτείς
    Και τ’όνομά σου Λήθη
          
    Κι εσύ Μοίρα, μου χαμογελάς
    Κι άλλες...να σε πιστέψω
    Ως τη στερνή φορά

    Στα μέρη που θα με πας
    Θέλω πια να γυρέψω
    Δυο μάτια καθαρά  

    Η ψυχή λυγίζει και ξεσπά
    Στα σκαλιά της άρνησης
    Και στης αλήθειας-το ψέμα

    Κάθε δάκρυ που σκορπά
    Άρωμα μιας ανάμνησης
    Και μιας πληγής το αίμα-


Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΠΑΡΑΝΟΙΑ

    

   "Κόρη τυφλή που περιφέρεσαι
    Ανάμεσα στους θνητούς
    Τι είναι αυτό που σε κινεί
    Τι είναι αυτό που σε ορίζει
    Γιατί να υπάρχεις
    Και σαν τη κατάρα τριγυρνάς...
               
    Μες το μυαλό σαν μπεις
    Της αράχνης ιστός απλώνεται
    Αλυσίδες περνάς στη Ψυχή 
    -Τυφλώνεται-
    Κι ύστερα το σώμα ακολουθεί
    -Νεκρώνεται-

    Παράνοια που στα σοκάκια της ζωής
    Σε βλέπω κάπου κάπου
    Μέσα μου κι αν προσπαθήσεις να κρυφτείς
    Θα γκρεμίσω τα τείχη του θανάτου
    Τη Ψυχή μου ποτέ δεν θα δεις..."


Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ


" Ίχνη ζωής στο λευκό και απέραντο. Μόνο σκέψεις και σιωπή. Σαν αόρατο κελί ετούτη η "φυλακή". Ψυχές και σώματα...εξόριστοι. Νιώθεις ότι "κατοικούν" ή περιφέρονται κι άλλοι εκεί, αλλά δεν βλέπεις κανέναν. Είσαι μόνος από την πρώτη στιγμή που θα "περπατήσεις" εδώ. Ίσως και ν’ακούσεις δυο γνώριμους ψιθύρους... "Σε νιώθω"... " Σε καταλαβαίνω"... Μα μη δώσεις σημασία. Στα δικά τους μάτια κυριαρχεί το μαύρο, μα στα δικά σου το λευκό. Υπάρχουν λόγοι που βρίσκεσαι εδώ και μόνο εσύ τους ξέρεις. Μη ψάξεις για στήριγμα σε τρίτους. Μέσα σου υπάρχουν οι απαντήσεις. Κι όταν αρχίσουν τα -γιατί;- να πέφτουν βροχή, μη βιαστείς να κατηγορήσεις εκείνα που πέρασαν και χάθηκαν. Ξεκίνα από τις επιλογές σου... Τι σε οδήγησε εδώ... Προσπαθείς μάταια να δεις τριγύρω τι υπάρχει. Κανείς... Έφτασε η ώρα. Απολογισμός... "Χαμένη πίστη και αυτοπεποίθηση" τα εύκολα λόγια... "Πληγώθηκα "..."Με κορόιδεψαν"... Όχι, όχι... Μια φωνή βαθιά στο κεφάλι σου κάτι λέει... Άκουσε την προσεκτικά... "Εσύ φταις"... Μη σε πιάνει πανικός... ΝΑΙ εσύ φταις πρώτα απ’ολους. Υποχωρούσες ανεξέλεγκτα... Στα θέλω σου, στα πάθη σου, στους άλλους. Και εκείνο το σαράκι που πολλοί επικαλούνται -ο εγωισμός- που ήταν όταν έπρεπε να τον βγάλεις μπροστά; Ναι λοιπόν. Δεν φταίνε οι άλλοι που δε σε μάθανε, αλλά εσύ που δεν έμαθες ακόμη τον εαυτό σου. Γι’αυτό μέσα σου κυριαρχεί έντονα και επίμονα η ίδια σκέψη καιρό τώρα. "Νιώθω μόνος". Λογικό είναι να νιώθεις έτσι. Επικαλέστηκες την αγάπη τόσες και τόσες φορές κι αναρωτιέμαι... αν αγάπησες εσένα ποτέ. Μάλλον όχι όσο θα έπρεπε... Σ’αυτή την "εξορία" που περιπλανιέσαι καιρό τώρα, είσαι εσύ κι ο εαυτός σου. Μη ψάχνεις μάταια για άλλους. Πάλεψε τις Ερινύες στο μυαλό σου και βγες πιο δυνατός. Δεν θα βρεις όλες τις απαντήσεις, μα όσες ανακαλύψεις θα είναι αρκετές για να βγεις από εδώ. Μα μην πιστέψεις ποτέ πως δεν θα ξαναβρεθείς στην ίδια θέση. Έτσι είναι η ζωή άλλωστε. Μονά ζυγά... Η απομόνωση από επιλογή είναι προσωρινή. Η απομόνωση που σου επιβάλλουν είναι αιώνια. Όλοι μας λίγο πολύ έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση. Ζούμε μέσα σε μια αόρατη φυλακή. Άλλοι τη βάφτισαν κατάθλιψη... Άλλοι άγχος και στρες... Δεν έχει σημασία πως και τι. Σημασία έχει πως περνώντας αυτό το στάδιο μόνο πιο δυνατός μπορείς να βγεις. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα για σένα, για μένα, για τον καθένα. Αλλιώς μέσα στα μονοπάτια της ζωής θα υπάρχουν μόνο... "εξόριστοι".


Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Ο ΞΕΝΟΣ


     ...Άνθρωπος περίεργος και απόμακρος
     Περιπλανιέται μόνος, με τα μαύρα ρούχα του
     Στα σοκάκια τις νύχτες, με σκυμμένο κεφάλι

     Όσοι είδαν το πρόσωπό του, ένιωσαν φόβο
     Το παγερό του βλέμμα σφίγγει τις καρδιές
     Μα δεν πείραξε ποτέ κανέναν

     Άλλοι είπαν πως κάποια “πληγή” τον τυραννά
     Κάποιοι ,πως είναι πλάσμα άλλου κόσμου
     Μα αν τον παρατηρήσεις, θα καταλάβεις

     Δεν είναι ότι έχασε τον δρόμο του
     Ούτε πως έχει φθαρεί η Ψυχή του
     Απλά είναι μπερδεμένος και με γοργό το βήμα

     Ίσως και να τον ξάφνιασε η Μοίρα
     Σαν να έχουν αλλάξει όλοι γύρω του
     Και ψάχνει κάτι γνώριμο

     Απόψε είδα τα μάτια του κι εγώ
     Και ένιωσα μια οικειότητα πρωτόγνωρη
     Μα δεν πρόλαβα να του μιλήσω

     Ξέρω πως θα τον συναντήσω πάλι
     Διότι εκεί που περπατώ κι εγώ τα βράδια
     Μόνο σκυφτοί διαβαίνουν

     Κι όταν κοιτάξω μέσα στον καθρέφτη
     Θα έρθει και η παραδοχή
     Πόσο σου μοιάζω Ξένε...


Κυριακή 13 Απριλίου 2014

TΟ ΓΡΑΜΜΑ


 "Ήταν λίγο μετά τις οκτώ το πρωί, όταν ήχησε το κουδούνι της πόρτας. Η κυρία Φωτεινή, την ανοίγει σιγά σιγά και στο κατώφλι του σπιτιού της βλέπει τον Σταμάτη, τον ταχυδρόμο της γειτονιάς. Ευγενικός πάντα εκείνος μαζί της και χαμογελαστός. Σήμερα ειδικά είχε έναν επιπλέον λόγο.
-Καλημέρα κυρία Φωτεινή και καλή εβδομάδα να έχουμε! 
-Καλημέρα Σταμάτη. Επίσης. Γιατί τόσο νωρίς; Τι μας έχεις; τον ρωτά απορημένη.
-Γράμμα για την κόρη σου! Από τον Σταύρο είναι! 
-Αλήθεια μου λες Σταμάτη; Επιτέλους κι ένα ευχάριστο νέο. Θα χαρεί πολύ το βλαστάρι μου, απαντά η Φωτεινή εμφανώς συγκινημένη. 
- Ναι! Παρασκευή βράδυ το παραλάβαμε. Αν ήταν στο χέρι μου θα σας το έφερνα αμέσως. Θα πάρει μεγάλη χαρά, η Δέσποινα είμαι σίγουρος! Αλλά να μη σε καθυστερώ άλλο. Να ειδοποιήσεις την κόρη σου! Μόνο μία υπογραφούλα εδώ θέλω, λέει ο Σταμάτης. 
  Της δίνει το στυλό και η κυρία Φωτεινή υπογράφει. Τη συγκίνηση της, διαδέχτηκε ένα χαμόγελο. Αποχαιρετά τον ταχυδρόμο και κατευθύνεται στο σαλονάκι του σπιτιού. "Το καμάρι μου θα πάρει μεγάλη χαρά. Δέκα μέρες τώρα δεν είχε νέα του, λόγω καιρού. Να τελειώσει το μαρτύριο τους γρήγορα και να πάνε όλα καλά..." μονολογούσε. Σηκώνει δίχως να χάσει στιγμή το ακουστικό του τηλεφώνου για να καλέσει την κόρη της. Από νωρίς το πρωί είχε πάρει τους δρόμους η Δέσποινα. Πρόσφατα έμεινε άνεργη και έψαχνε απεγνωσμένα για δουλειά. Ο Σταύρος, ο καλός της, ήταν ναυτικός. Δεν ήταν η αρχική του επιλογή, αλλά η έσχατη λύση. "Θύμα" κι εκείνος της οικονομικής κρίσης. Όταν μπάρκαρε είχαν μόλις ένα μήνα αρραβωνιασμένοι. Τα χρήματα που θα έβγαζε ήταν αρκετά για να πιάσουν ένα σπίτι μαζί. Συμφώνησε η Δέσποινα να φύγει, αν και ήξερε το Γολγοθά που θα περνούσαν. Εννέα ολόκληρους μήνες, μόνο τηλέφωνα και γράμματα...
-Έλα μαμά μου, πήρε κανείς στο σπίτι για δουλειά; είπε η Δέσποινα μόλις απάντησε στην κλήση της μητέρας της. Η μόνη της έννοια ήταν αυτό εκείνη τη στιγμή.
-Όχι καλή μου, κάτι καλύτερο! Ήρθε γράμμα από τον Σταύρο! Έλα σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορείς! απαντά η μητέρα της. Η Δέσποινα έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνό της. Ήταν τόση η λαχτάρα να διαβάσει τα λόγια του αγαπημένου της, που άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Της είχε πει ο Σταύρος την τελευταία φορά που μίλησε μαζί του, πως μπροστά τους είχαν κακοκαιρία δύο εβδομάδων. Είχε ανησυχήσει γιατί δεν είχε νέα του. Μόλις μπήκε στο σπίτι είδε το φάκελο πάνω στο μικρό τραπεζάκι του τηλεφώνου. Η μητέρα της, την κοίταξε χαμογελώντας αλλά δε μίλησε. Δεν έχασε στιγμή. Παίρνει το γράμμα και κάθεται δίπλα της. Ανοίγει το φάκελο και αρχίζει να διαβάζει:

"Αγαπημένη μου,
 Τη στιγμή που θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, θα έχουμε περάσει τη Γη του Πυρός. Δυστυχώς οι φόβοι του καπετάνιου επιβεβαιώθηκαν. Μπροστά μας βρήκαμε πολύ άσχημο καιρό και αυτό μας ανάγκασε να πλέουμε για πέντε μέρες ανοιχτά των νήσων Φώκλαντ. Εκμεταλλεύτηκα το γεγονός και βρήκα το χρόνο να σου γράψω. Χτες καλυτέρεψε λίγο η κατάσταση και τα δεδομένα του δορυφόρου ήταν ενθαρρυντικά στο να συνεχίσουμε την πορεία μας. Σε περίπου μια εβδομάδα, αν όλα πάνε καλά, θα περάσουμε τον Πορθμό του Μαγγελάνου. Ελπίζω να ανοίξει ο καιρός και να καταφέρω να επικοινωνήσω μαζί σου μέσω δορυφόρου. Είμαι καλά στη υγεία μου, αν εξαιρέσεις ένα μικρό κρυολόγημα. Φυσιολογικό όμως με την υγρασία του πλοίου. Οι συνάδελφοι μου είναι πολύ καλοί και συνεργάσιμοι. Όλοι κοντά στην ηλικία μου. Έκανα και μία γνωριμία που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη για δουλειά, όταν επιστρέψω στην πατρίδα. Αυτά όμως θα τα συζητήσουμε από κοντά. Είμαι καλά και αυτό ελπίζω να σε ηρεμήσει. Ξέρω ότι περνάς το ίδιο δύσκολα, όπως κι εγώ. Ξέρω ότι πονάς μέσα σου, όπως κι εγώ. Ξέρω ότι κάνεις υπομονή για την αγάπη μας, όπως κι εγώ. Το να διαβάσεις ένα "σ'ευχαριστώ" σε μια κόλλα χαρτί, δε θα σου δείξει την ευγνωμοσύνη που νιώθω μέσα μου για σένα. Είσαι πολύ δυνατή και μου δίνεις και εμένα δύναμη. Ήταν μια δύσκολη απόφαση αλλά την πήραμε από κοινού. Όταν σου είχα πρωτοπεί γι' αυτό το ταξίδι δεν ήμουν σίγουρος αν το ήθελα. Στο βλέμμα σου όμως είδα την κατανόηση. Δεν έχω μετανιώσει... Ίσως να ήταν και η ευκαιρία μας εκείνη τη στιγμή. Στην πατρίδα τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Το βιώσαμε και οι δυο μας αυτό. Τα χρήματα που θα έχουμε στην άκρη θα είναι αρκετά για να κάνουμε το επόμενο μας βήμα. Ένα σπίτι όπως το συμφωνήσαμε και το ονειρευόμαστε... Ξέρω πως και οι δικοί μας θα χαρούν να μας δουν να προχωράμε. Θυσιάσαμε χρόνο μαζί τώρα...για να έχουμε αργότερα... Δε θα κρύψω τα συναισθήματα μου, αν και τα νιώθεις είμαι σίγουρος. Μου λείπεις από την πρώτη μέρα που έφυγα από το λιμάνι του Πειραιά... Κάθε νύχτα κοιτούσα τη φωτογραφία σου και σου ψιθύριζα το αγαπημένο σου τραγούδι... Το τραγούδι μας... Έτσι με τον τρόπο μου, σ'έφερνα κοντά μου... Στο μυαλό μου, όλες οι ωραίες μας στιγμές. Το χαμόγελο σου, η αγκαλιά σου, το φιλί σου... Έχω πιάσει τον εαυτό μου να μελαγχολώ, δε στο κρύβω... Αξίζει όλο αυτό; αναρωτήθηκα πολλές φορές. Μα όλες τις ανασφάλειες, που μου βγήκαν αυτό το διάστημα, της έσβησε η αγάπη σου. Δεν ξέρω το μέλλον τι θα μας φέρει. Θέλω να κάνω τα πάντα για να το ζήσω όμως μαζί σου. Αυτή τη στιγμή υποφέρουμε και οι δυο μας αλλά η ανταμοιβή θα είναι το μετά.. Άλλος ένας μήνας έμεινε... Σκέψου τις στιγμές που θα'ρθουν. Το σπίτι μας... Τη χαρά που θα πάρει και η μητέρα σου... Έχει περάσει και εκείνη πολλά... Αγωνιά για εμάς... Αυτά σκέφτομαι και παίρνω κουράγιο αγάπη μου... Τις χαρές μας... Μας αξίζει η ευτυχία... Σου υποσχέθηκα όταν έφευγα, πως δε θα ξαναζήσεις κάτι τέτοιο. Η αλήθεια είναι πως μου έγινε πρόταση για νέο ταξίδι αλλά την απέρριψα αμέσως. Η κρίση μας επηρέασε όλους, μα τον έρωτα μας δε θα τον στερηθούμε για τα χρήματα... Θα παλέψουμε και θα τα καταφέρουμε. Την αγάπη σου και την υγεία μου να έχω και όλα θα γίνουν όπως πρέπει... Θα μπορούσα να γράφω για μέρες αυτά που έχω μέσα μου... Γι' αυτά που θέλουμε και οι δύο... Δυστυχώς όμως έχω μόνο τρεις ώρες στη διάθεσή μου, μέχρι να ξεμπαρκάρουμε. Ανυπομονώ να ακούσω ξανά τη φωνή σου. Το γέλιο σου... Είσαι η ζωή μου Δέσποινα. Εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να είναι η τελευταία φορά που στερείται ο ένας τον άλλον... Ξέρεις ότι με τα λόγια και τις υποσχέσεις δεν τα πηγαίνω καλά... Αλλά με όλη μου την ψυχή θέλω να σε κάνω ευτυχισμένη... Θα κάνω τα πάντα γι' αυτό... Τα χρήματα είναι το μόνο εμπόδιο... Θα περάσει όμως κι αυτή η μπόρα... Θέληση και πίστη να έχουμε... Να με σκέφτεσαι και να χαμογελάς... Λίγη υπομονή ακόμη αγάπη μου... Σ' ευχαριστώ που ήρθες στη ζωή μου και την ομόρφυνες... 
                                                                                  Σε φιλώ και σ' αγαπώ... Ο Σταύρος σου
Η Δέσποινα δακρυσμένη διπλώνει το γράμμα και το ξαναβάζει μέσα στο φάκελο.... Η μητέρα της συγκινημένη κι αυτή, της λέει δυο λόγια από καρδιάς:
-Κόρη μου, αγαπιέστε δυνατά και αυτό είναι το μεγαλύτερο εφόδιο. Έτσι ξεκινήσαμε κι εμείς με τον πατέρα σου. Από το μηδέν... Οι δυσκολίες πολλές, μα δεν το βάλαμε ποτέ κάτω. Στο εργοστάσιο δουλεύαμε και λίγο λίγο κάναμε τις οικονομίες μας και παντρευτήκαμε. Πέρασαν οκτώ μήνες σχεδόν. Μεγάλη δοκιμασία και για τους δυο σας, αλλά θα τα καταφέρετε είμαι σίγουρη. Εγώ και οι γονείς του, θα σας στηρίξουμε και το γνωρίζετε και οι δυο σας αυτό... Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου ,να σε καμάρωνε...
  Η Δέσποινα αγκάλιασε τη μητέρα της και ξέσπασε σε κλάμματα. Από τη μία, η ανακούφιση ότι είχε επιτέλους νέα του, από την άλλη η λαχτάρα να τον έχει σύντομα κοντά της. Πάλεψαν και κέρδισαν την πρώτη μεγάλη μάχη... Ήταν και ένιωθε δυνατή μέσα της. Ο χρόνος ήταν το δύσκολο κομμάτι και αυτό που πραγματικά την τρόμαζε. Λίγη ώρα μετά, όταν πια είχε ηρεμήσει, ξεκίνησε να ετοιμάζει το μεσημεριανό φαγητό μαζί με τη μητέρα της. Κι όταν ξεκίνησαν να στρώνουν το τραπέζι, ο ήχος του τηλεφώνου τις διέκοψε. Η Δέσποινα έτρεξε να σηκώσει το ακουστικό...
-Εμπρός! είπε με δυνατή φωνή...
-Καλησπέρα σας. Είστε η κυρία Δέσποινα Γρηγοριάδη; ρωτά μία γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
-Ναι, η ίδια. Ποιος είναι παρακαλώ; απάντησε η Δέσποινα.
-Κυρία Γρηγοριάδη, σας καλώ από τα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας, όπου υποβάλλατε το βιογραφικό σας. Έχετε επιλεγεί, με βάση τα προσόντα σας και την προϋπηρεσία σας, να περάσετε από συνέντευξη για τη θέση υπευθύνου στο εμπορικό τμήμα. Στη συνέχεια θα εργαστείτε δοκιμαστικά στη θέση αυτή και την ερχόμενη εβδομάδα θα σας ανακοινωθεί αν έχετε προσληφθεί ή όχι. Αύριο στις εννέα το πρωί είναι το ραντεβού μας.
-Ναι, βεβαίως βεβαίως!! απάντησε με χαρά η Δέσποινα. Σας ευχαριστώ πολύ! Αύριο στις εννέα θα είμαι εκεί! 
-Σας περιμένουμε αύριο το πρωί λοιπόν. Καλή σας ημέρα!
  Κλείνει το τηλέφωνο και το χαμόγελο της μητέρας της, διαδέχθηκε το δικό της... Ήταν ξεκάθαρο πια... Στην αρχή το γράμμα και έπειτα μία ευκαιρία για δουλειά... Ήταν η επιβεβαίωση, για ακόμη μία φορά του ''άγραφου" νόμου... Όταν κάτι το θέλεις πολύ και το κυνηγάς, το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις..."                 
    
*ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ "Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ".
                                               

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

ΣΤΙΛΒΗ


  Στων ματιών σου τη χώρα,
ανέτειλε φεγγάρι.
  Ο στεναγμός, αεράκι απαλό, 
στης ψυχής σου τα στενά.
  -Σκοτάδι-

  Στων χειλιών σου την άγονη γη, 
ένα δάκρυ έχει φωλιάσει.
  Aπό την καρδιά σου αναδύονται,
μελωδίες μελαγχολικές.
  -Βροχή-

  Στων βημάτων σου, τον κύκλο,
απομεινάρια μιας υπόσχεσης συναντάς.
  Μια φωνή μέσα σου, συγχώρεση ζητά,
στέκεσαι μπρος στον καθρέφτη.
  -Σιωπή-

   Στης ανάσας σου το χτύποπληγές μετράς,
θολώνει -η λήθη- το είδωλό σου.
   Τρεμοπαίζουν τ’αστέρια που θωρείς,
κι απόψε σου μοιάζουν.
   -Στίλβη-
              

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ


    -Στη χαμένη νιότη-

   "Κάποτε ψυχή μου, θύμιζες
    Κάτι παλιά αρχοντικά
    Με λουλούδια στολισμένο
    Παιδικές φωνές και γέλια των μεγάλων
    Που το έντυσαν με αναμνήσεις και χρώματα
    Στο μεγάλο σαλόνι
    Απ’ τα παραθύρια σου  
    Τραγούδια της εποχής
    Σκορπούσαν στη γειτονιά

    Μα τα χρόνια περάσαν
    Και κοίτα πως άλλαξες
    Ξεθώριασαν τα χρώματα στους τοίχους
    Χορταριάσανε οι μνήμες
    Οι φωνές των παιδιών δεν κατοικούν πια εδώ
    Το σαλόνι σου επιβλητικό, όπως τότε, μα άδειο
    Η μουσική του έχει πεθάνει
    Τα παραθύρια κλειστά
    Τίποτα δεν έχει απομείνει
    Μόνο εκείνο το κρύο αεράκι που σε διαπερνά
    Καιρό τώρα...
    Η μελωδία της σιωπής..."

           

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ


"Ορυχείο είν' θαρρείς τα μάτια σου
 Kαι μέσα του αναβλύζουν διαμάντια
 Που κύλισαν απόψε
 Στις πλαγιές του προσώπου σου

 Φιλί που σε λύτρωσε
 Και τα ανέδειξε μέσα απ'το χώμα
 Λάφυρα στο σώμα
 Μιας "μάχης που τελείωσε..."

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Η ΑΦΙΞΗ


"Μια φορά κι έναν καιρό, 
οι σκέψεις κάναν "επανάσταση" 
και σαν ελεύθερα πουλιά πετάξαν μακρυά, 
απ'τη "φυλακή" του μυαλού. 
Αφού περιπλανήθηκαν από σελίδα σε σελίδα, 
λέξη λέξη χτίσαν τη χώρα του ονείρου. 
Τόπος μακρινός, πέρα απ' της φαντασίας τα μέρη. 
Ανήμπορος να τις ακολουθήσω, περίμενα καρτερικά την "άφιξη" τους... 
Και να, που με το πέρας των χρόνων, φάνηκαν ξανά μπροστά μου..."