Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

H TEΛΕΥΤΑΙΑ ΠΤΗΣΗ



" Ήταν τρεις το μεσημέρι, όταν ο Διονύσης έμπαινε στο μικρό διαμέρισμα του. Μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά του. Προγραμματιστής σε εταιρεία πληροφορικής στην Αλεξανδρούπολη. Το πρόσωπό του σκεπτικό και ανήσυχο. Κάτι τον είχε ταράξει μέσα του. Κρέμασε βιαστικά το μπουφάν του και κατευθύνθηκε στη κουζίνα. Γέμισε ένα ποτήρι νερό και επέστρεψε  στο σαλόνι. "Θεέ μου, τι θα της πω τώρα; Θα τη στεναχωρήσω πάλι" μονολογούσε από τη μία. "Που πήγε και έμπλεξε και εκείνη μαζί μου. Ξέραμε και οι δύο οτι ήταν δύσκολο. Έχει τραβήξει τόσα... Πόσο καιρό θα αντέξει ακόμη έτσι..." έλεγε από την άλλη. Ο Διονύσης ήταν σε κατάσταση απόγνωσης. Η αιτία; Η ακύρωση της τριήμερης άδειας του. Περίμενε πως και πως να έρθει ο καιρός για να δει την αγαπημένη του.
   Τ' όνομα της Βασιλική. Παλιοί συμμαθητές και μεγαλωμένοι στις ίδιες γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Μέχρι να τελειώσουν το λύκειο, οι επαφές του σχεδόν ελάχιστες και ποτέ δε προσέγγισε ο ένας τον άλλον. Μετά οι δρόμοι τους χώρισαν. Εκείνη κατέβηκε στη Αθήνα για να σπουδάσει στο παιδαγωγικό. Εκείνος σπούδασε πληροφορική στην Θεσσαλονίκη αλλά δε παρέμεινε εκεί. Λάρισα, Ιωάννινα και τώρα Αλεξανδρούπολη στην εταιρεία που είχε ξεκινήσει την πρακτική του. Κι όταν αποφάσισε η μοίρα να παίξει ένα περίεργο παιχνίδι και στους δύο, ξεκίνησε από εκείνον. "Διονύση πήραμε μία μεγάλη εργολαβία στη Αθήνα" ήταν τα λόγια του προϊσταμένου του. "Θέλω να πας εσύ και ο Πέτρος να κανονίσετε τις λεπτομέρειες" το δεύτερο χτύπημα. Δεν του άρεσε η ζωή σε μεγαλούπολη. Για τον ίδιο λόγο δεν επέστρεψε ποτέ μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Άγχος, έλλειψη χρόνου για τον εαυτό σου και πολλά άλλα. Μόλις άκουσε οτι θα κατέβει στην Αθήνα, σάστισε... Η εταιρεία του, μαζί με άλλες πέντε, είχαν επιλεγεί για την αναβάθμιση των υπολογιστών στα δημοτικά σχολεία της Δυτικής Αττικής. Μεγάλη και καλοπληρωμένη δουλειά και με την οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει τότε, δεν είχε περιθώρια να αρνηθεί. "Δεν πειράζει μία εβδομάδα είναι θα περάσει. Μια απλή απογραφή είναι..." έλεγε στον εαυτό του προσπαθώντας να κρύψει την δυσαρέσκειά του. Την τελευταία μέρα είχε μείνει μόνο μία περιοχή να καταγράψουν. Ήταν χαρούμενος γιατί θα τελείωναν σχετικά νωρίς και θα έφευγαν την ίδια μέρα για πάνω. 23ο Δημοτικό Σχολείο Πετρουπόλεως, ο τόπος του εγκλήματος. Όταν μπήκε μέσα στο γραφείο των καθηγητών, ανάτραπηκαν όλα στη ζωή του. Η Βασιλική καθισμένη στο γραφείο της, διόρθωνε μερικά γραπτά των μαθητών της. Μόλις την αντίκρυσε τα έχασε. Δεν της μίλησε όμως. Ήθελε να δει αν και εκείνη τον θυμόταν. Στο μυαλό του, αμέσως ήρθε η εικόνα της από τα χρόνια του σχολείου. " Έχει αλλάξει, αλλά είναι πανέμορφη " η πρώτη του αυθόρμητη σκέψη. Ξεκίνησε να καταγράφει τα μοντέλα των υπολογιστών ώσπου εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της. Όταν πέρασε από μπροστά του, τον κατάλαβε αμέσως. "Διονύση;" είπε ξαφνιασμένα. "Βασιλική; Δε σε γνώρισα... Eδώ εργάζεσαι;" απάντησε εκείνος. Ο ανδρικός του εγωισμός δηλαδή... Μετά από περίπου δέκα λεπτά σύντομης κουβέντας με γενικές πληροφορίες για τις ζωές τους, αντάλλαξαν τηλέφωνα. "Το καλοκαίρι αν ανέβεις πάνω, μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις. Θα χαρώ πολύ να τα πούμε" της είπε φεύγοντας. Η Βασιλική απλά χαμογέλασε...
   Και ήταν εκείνο το καλοκαίρι του 2011 που ξαναβρέθηκαν οι δυο τους μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια. Στην αρχή διστακτική εκείνη. Στο πρώτο τους καφέ, στην πλατεία Αριστοτέλους δεν του είπε σχεδόν τίποτα για τη ζωή της. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Είχε κουραστεί ψυχολογικά μέσα της. Διαισθανόταν όμως πως απέναντι της είχε έναν άνθρωπο με καλές προθέσεις. Δεν άργησε να του ανοιχτεί. Ολόκληρο το καλοκαίρι συνομιλούσαν στο τηλέφωνο. Του τα είπε όλα... Για τις σπουδές της, τη γνωριμία με τον άντρα της, το γάμο τους, το παιδί που απέκτησε μαζί του, για τα όνειρα που είχε... Όμως μετά τη γέννηση του μικρού Παναγιώτη, όλα άλλαξαν... Εντάσεις και καυγάδες σε καθημερινή βάση. Αφοσιώθηκαν και οι δύο στο παιδί και στις δουλειές τους. Απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον, μέχρι που ήρθε το διαζύγιο. Ο Διονύσης από τις πρώτες τους κουβέντες ένιωσε την εμπιστοσύνη της. Έβλεπε μια γυναίκα που ήθελε να συζητήσει και να βγάλει από μέσα της, ότι είχε μαυρίσει την ψυχή της. Φίλους είχε ελάχιστους πια. Η γονείς και τα αδέρφια της, ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Ένιωθε μόνη στην Αθήνα και εκείνος το κατάλαβε... Τον επόμενο Οκτώβρη, είχε ωριμάσει πια μέσα τους αυτό που πραγματικά ένιωθαν. Στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, ένα βροχερό απόγευμα, έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Εκείνη δυσκολευόταν να πιστέψει αυτό που ζούσε. Ήθελε χρόνο για να ηρεμήσει και να συνεχίσει τη ζωή της. Ήταν και ο μικρός που σκεφτόταν διαρκώς. Δε ζούσε μόνη. Μ' έναν γιο έξι ετών δεν είχε και πολλά περιθώρια. Η σχέση τους παρέμεινε κρυφή. Κανείς δεν ήξερε, μόνο οι δυο τους. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς συζήτησαν επί της ουσίας. ¨Θα μείνω εδώ να μαζέψω όσα χρήματα μπορώ. Στην Αθήνα έψαξα για δουλειά, αλλά δεν υπάρχει τίποτα για την ώρα. Μετά θα έρθω κάτω μόνιμα. Θα το κάνω για εμάς. Θα μου λείπεις πολύ... Δύο σαββατοκύριακα κάθε μήνα θα έρχομαι με το αεροπλάνο να σε βλέπω. Ο μικρός θα είναι με τον πατέρα του και θα έχουμε το χρόνο μας. Έτσι δε θα πιεστείς ως προς το παιδί... Θα κάνουμε υπομονή και κάποια μέρα, όταν νιώσεις έτοιμη θα μου τον γνωρισείς. " της είχε πει εκείνος. Η Βασιλική ήταν άνθρωπος που δε λειτουργούσε με το ένστικτό της, αλλά τον είχε ερωτευτεί τρελά και ήθελε να ζήσει μαζί του. "Δε θα βιαστούμε. Ξέρω ότι θα με σεβαστείς και θα με περιμένεις. Το παιδί είναι μικρό ακόμη..." του απάντησε εκείνη. Τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι και σήμερα ζούσαν ο ένας για τον άλλον. Η οικονομική κρίση ήταν εμπόδιο για τον Διονύση και αναγκαζόταν να ζει χώρια από την αγαπημένη του. Είχε μια δουλειά που του έδινε κάμποσα χρήματα. Στην Αθήνα η μόνη του επιλογή ήταν να εργαστεί, εποχιακά, σε εστιατόριο οικογενειακού του φίλου. Ποιός όμως θα έπαιρνε τέτοιο ρίσκο στην Αθήνα... Η Βασιλική μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στο παιδί και στη δουλειά. Η κρίση "χτύπησε" και εκείνη με τη μείωση των μισθών... Κι όμως άντεξαν... Έπαιρναν και έδιναν δύναμη, ο ένας στον άλλον. Υπήρξαν και στιγμές που δοκιμάστηκε η αντοχή τους, αλλά δε σκέφτηκαν στιγμή να χωρίσουν. Ο καιρός κύλησε γρήγορα. Σήμερα το πρωί εκείνος πήγε στο γραφείο του χαρούμενος. Περίμενε να τελειώσει η βάρδια του και να ετοιμαστεί για το ταξίδι. Όμως ένας συνάδελφος του αρρώστησε και έπρεπε να τον αντικαταστήσει. "Άλλες δυο βδομάδες υπομονή" σκέφτηκε όταν περνούσε την πόρτα του σπιτιού του.
  Η ώρα κόντευε τέσσερις το απόγευμα. Δεν τόλμησε να ενοχλήσει την καλή του. Η Βασιλική αυτή την εβδομάδα ήταν στην απογευματινή βάρδια και δεν ήθελε να την αναστατώσει. Επί μία ώρα καθισμένος στο καναπέ του σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τις στιγμές που έζησε μαζί της. Τις διήμερες αποδράσεις τους, το γέλιο της , το χάδι της... " Όχι, δεν μπορώ να ζήσω άλλο έτσι..." σκέφτηκε και πηγαίνει βιαστικά προς το μικρό του γραφείό. Κάθεται στην καρέκλα και ανοίγει τον υπολογιστή του. Πηγαίνει στην ηλεκτρονική του αλληλογραφία και ξεκινά να γράφει...
"Αγαπημένη μου, επέλεξα να επικοινωνήσω μαζί σου με αυτόν τον τρόπο γιατί δεν είχα το κουράγιο να σου τηλεφωνήσω. Σήμερα μου ακύρωσαν την άδεια... Στεναχωρήθηκα, πικράθηκα μα τώρα που σου γράφω αυτό το μήνυμα, έχω πεισμώσει. Έχουν περάσει πάνω από δύο χρόνια Βασιλική. Σήμερα αυτό που έγινε ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έχουμε κάνει τεράστια υπομονή και οι δυο μας. Όμως δεν αντέχω άλλο να ζω έτσι. Μου λείπεις πάρα πολύ πια... Τόσο, όσο να φαίνεται και μόνο από το βλέμμα μου. Δεν μπορώ να βάζω τα χρήματα, πάνω απ' αυτό που νιώθω για σένα. Πήρα μία απόφαση που ίσως σε τρομάξει, αλλά θέλω να ξέρεις ότι είναι συνειδητή επιλογή. Θα δηλώσω παραίτηση... Δε θέλω να πανικοβληθείς. Τα χρήματα που έχω μαζέψει είναι ήδη αρκετά. Τα λεφτά έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας συνεχώς αγάπη μου. Οι άνθρωποι που μας σημαδεύουν όμως, μόνο μία φορά. Θα έρθω μόνιμα κάτω... Θα είναι δύσκολο στην αρχή, αλλά δεν θ' αντέξω αν συνεχίσω έτσι. Κι αυτό θα είναι η καταστροφή μου. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε όταν τελειώσεις τη δουλειά... Σε φιλώ και σ' αγαπώ...". Κλείνει τον υπολογιστή του. Ήξερε πια, τι έπρεπε να κάνει...
  Αρκετές ώρες αργότερα, η Βασιλική επιστρέφει στο σπίτι της. Ένιωθε ότι θα βρει μήνυμα στον υπολογιστή της. Μόλις το διάβασε σοκαρίστηκε. Ακόμη και ο μικρός της, το κατάλαβε. Του τηλεφώνησε αρκετές φορές, αλλά το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο. "Ίσως κοιμάται" σκέφτηκε. "Θεέ μου, τι πάει να κάνει... Κι αν το μετανιώσει;" μονολογούσε... Για περίπου μία ώρα προσπαθούσε να συνέλθει και εκείνος άφαντος... Έβαλε τον γιο της για ύπνο και επιχείρησε να καλέσει το αφεντικό του. Ήταν ανήσυχη... Όχι για πολύ όμως... Μόλις πήρε το ακουστικό στα χέρια της, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Από το άγχος της, δε ρώτησε καν ποιος ήταν. Όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε απέναντί της τον Διονύση δακρυσμένο... "Ήρθα αγάπη μου... Ήταν η τελευταία πτήση που κάνω... Ήρθα για να μείνω... Σ' αγαπώ" ψέλλισε... Η Βασιλική έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε λυγμούς.... Το φιλί τους, με δάκρυα στα μάτια, έδειξε το αυτονόητο,για εκείνους... Ότι ο έρωτας τους, ήταν ανίκητος...".