Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΕΝΩΜΕΝΑ...

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
   
-Η αναμονή-


Σ'ένα μικρό διαμέρισμα στον Βύρωνα, η μέρα ξεκινά με άγχος. Η Άννα έχει ξυπνήσει από πολύ νωρίς και κάθεται μόνη στην κουζίνα του σπιτιού. Τσιγάρο, καφές και το μυαλό της καρφωμένο στη σημερινή μέρα. Δεν είχαν περάσει 24 ώρες, όταν την ειδοποίησαν πως άνοιξε μια θέση εκπαιδευτικού στο Ε.Μ.Π. Τον τελευταίο χρόνο είχε αναλωθεί σε ιδιαίτερα μαθήματα και κάποιους μήνες ως ωρομίσθια σε φροντιστήριο της περιοχής. Περιστασιακή και όχι μόνιμη δουλειά. Έψαχνε μια ευκαιρία και της παρουσιάστηκε. Λίγη ώρα αργότερα ξυπνά ο αρραβωνιαστικός της, ο Πέτρος και κάθεται δίπλα της στην κουζίνα.

-Καλημέρα καλή μου. Γιατί τόσο νωρίς; τη ρωτά απορημένος.
-Καλημέρα... Δεν μπορούσα να κοιμηθώ καλά, είχα υπερένταση... απαντά εκείνη.
Σηκώνεται και βάζει ένα φλιτζάνι καφέ στον καλό της και ξανακάθεται δίπλα του.
-Σ'ευχαριστώ αγάπη μου. Ξύπνησα και δεν σε είδα δίπλα μου και ανησύχησα μήπως είσαι άρρωστη, λέει ο Πέτρος.
-Όχι μην ανησυχείς. Καλά είμαι, απαντά η Άννα και του χαιδεύει τρυφερά το χέρι. Για την αίτηση στο πανεπιστήμιο είναι. Σε μία βδομάδα κλείνουμε ένα χρόνο αρραβωνιασμένοι και είναι πολλά που σκέφτομαι για εμάς.
-Το ξέρω και σε καταλαβαίνω. Μην κοιτάς που έχω μια δουλειά μόνιμη, έστω και απογευματινή. Έχω σκεφτεί πολλές φορές να βρω μια πρωινή με περισσότερα χρήματα. Για εμάς και το μέλλον μας. Αλλά από την άλλη σκέφτομαι πως δε μας πήραν και τα χρόνια... Τριανταδύο εγώ, τριάντα εσύ. Όρεξη να 'χουμε και θέληση μόνο, λέει ο Πέτρος.
-Ρε Πέτρο, η ηλικία είναι το θέμα; απαντά νευρικά η Άννα. Άσε που ξεχνάς ότι είμαι γυναίκα. Κάποια στιγμή θα έρθει κι ένα παιδί στη ζωή μου. Αν δεν κάνω τώρα πράγματα, πότε θα τα κάνω;
-Nαι έχεις δίκιο... Με συγχωρείς δεν θέλω να ξεκινήσει η μέρα μας με γκρίνια, λέει ο Πέτρος και της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.
Έμειναν για λίγα λεπτά σκεπτικοί και οι δυο τους. Τα όνειρα τους κοινά, αλλά ήθελε υπομονή και προσπάθεια. Στην πρωτεύουσα η ζωή ποτέ δεν ήταν εύκολη. Είχαν σκεφτεί να ζήσουν σε κάποια άλλη πόλη μα και οι δύο έχουν τους γονείς και τα αδέρφια τους εδώ. Νιώθουν πως έχουν ένα στήριγμα. Όταν το ρολόι της κουζίνας έδειξε 8, η Άννα σηκώθηκε...
-Πάω να ετοιμαστώ σιγά σιγά. Εσύ τι θα κάνεις; ρωτά τον καλό της.
-Τι ώρα σου είπαν; Θα έρθω μαζί σου αν θέλεις. Λέω να παρκάρω στο άλσος της Καισαριανής και να πάμε με τα πόδια ως εκεί. Τι λες κι εσύ; Να ηρεμήσεις και λίγο πριν κάνεις την αίτηση...
-Ναι, θα μου έκανε καλό. Στις 9 μου είπαν να είμαι στη γραμματεία με τα χαρτιά μου. Έχω πολύ άγχος... Θέλω τόσο να με επιλέξουν, του απαντά η Άννα και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα τους να ετοιμαστεί. Ο Πέτρος τελειώνει βιαστικά τον πρωινό του καφέ και ξεκινά να ετοιμάζεται κι εκείνος. Είκοσι λεπτά αργότερα είχαν μπει ήδη στο αυτοκίνητο τους και ξεκινούσαν για τον προορισμό τους. Σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσε να αποβάλει το άγχος από την καλή του, μιλώντας της για άσχετα πράγματα, αλλά μάταια. Η Άννα ήταν πεισματάρα και το ήξερε. Ήθελε πολύ αυτή τη δουλειά και το έδειχνε. Δέκα λεπτά πριν τις 9,  περνούσαν την είσοδο του πανεπιστημίου και κατευθύνονταν προς τη γραμματεία.
-Είμαι ήρεμη, είπε η Άννα και έσφιξε το χέρι του καλού της χαμογελώντας του.
-Όλα θα πάνε καλά αγάπη μου, απαντά ο Πέτρος. Θα σε περιμένω εδώ στην είσοδο. Καλή επιτυχία ! και της δίνει ένα φιλί.
Όση ώρα ήταν μέσα η αρραβωνιαστικιά του, όλο και πιο πολύ αγχωνόταν εκείνος. Ήταν μια καλή ευκαιρία για την Άννα και γνώριζε πόσο θα απογοητευόταν αν δεν την επέλεγαν. Αγαπούσε πολύ το επάγγελμα της και σπάνια έψαχνε κάτι πέρα από αυτό. Ήταν αυτό που της ταίριαζε και το ήξεραν και οι δύο. Μισή ώρα αργότερα βγαίνει η Άννα από το γραφείο. Το χαμόγελο της αμήχανο, κάτι που υποδήλωνε ανασφάλεια...
-Τι έγινε, πως πήγε; την ρωτά ο Πέτρος μόλις την αντίκρισε.
-Συνέντευξη κανονική έδωσα... Μου είπαν πως είναι άλλα πέντε άτομα με παρόμοια προσόντα σαν εμένα. Δεν είναι θέση αναπληρωτή και αυτό είναι το θετικό. Είναι μόνιμου εκπαιδευτικού αλλά δεν ξέρω Πέτρο. Δεν έχω καλή διαίσθηση...
-Εγώ πιστεύω πως θα σε επιλέξουν. Θέλεις να περπατήσουμε ή να πάμε για ένα καφέ; της λέει εκείνος καθώς την αγκαλιάζει. Είδε που ήταν πεσμένη και ήθελε να τη βοηθήσει. Έχει περάσει αυτό το στάδιο κι εκείνος αρκετές φορές. Η κρίση μεγάλωσε και τον ανταγωνισμό πλέον. Άγχος για δουλειά, λίγες οι θέσεις και πολλά άτομα με τα ίδια προσόντα... Το να βρεις κάτι σταθερό και με καλά χρήματα, πλέον μοιάζει με άπιαστο όνειρο... Μέσα τους όμως είχαν ακόμη την ελπίδα για κάτι καλύτερο.
-Να σου πω την αλήθεια... ούτε κι εγώ ξέρω τι θέλω τώρα, του απαντά η Άννα. Πάμε στην πλατεία του Αγίου Νικολάου να ανάψω ένα κεράκι να πάνε όλα καλά και περπατάμε εκεί γύρω μετά...
 Περίπου δεκαπέντε λεπτά αργότερα βγαίνουν από την εκκλησία. Η Άννα ήταν πολύ ανήσυχη και δεν μπορούσε να το κρύψει. Το πρόσωπό της είχε μείνει ανέκφραστο...
-Άννα δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι... Πότε σου είπαν ότι θα σε ειδοποιήσουν; Αυτή η αναμονή θα σε τρελάνει... της είπε ο Πέτρος εμφανώς επηρεασμένος από την καλή του...
-Πάμε να πάρουμε δυο καφεδάκια στο χέρι και να καθίσουμε εδώ στην πλατεία να μιλήσουμε...του απαντά η Άννα.
 Έτσι και έγινε...Κάθισαν ακριβώς απέναντι από το συντριβάνι της πλατείας και για αρκετή ώρα μιλούσαν για τα προβλήματα τους και κυρίως για το μέλλον τους... Η δουλειά της Άννας και ο επικείμενος γάμος τους, που συνέχεια πήγαινε από αναβολή σε αναβολή και δεν όριζαν ακόμη ημερομηνία, ήταν το επίκεντρο της συζήτησης τους. Συχνά πυκνά ο Πέτρος από την υπερένταση, σηκώνονταν όρθιος σαν να τον χτυπούσε το ρεύμα, ενώ η καλή του έκανε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο... Είχαν αρχίσει και οι δύο να χάνουν την ψυχραιμία τους, όταν ...


           
           

Δεν υπάρχουν σχόλια: